- ἀνταλλάσσομαι
- ἀνταλλάσσωexchangepres ind mp 1st sgἀνταλλάσσωexchangepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανταλλάσσομαι — ανταλλάσσομαι, ανταλλάχθηκα και ανταλλάχτηκα, ανταλλαγμένος βλ. πίν. 95 και πρβλ. ανταλλάζομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταλλάσσω — (AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω) κάνω ανταλλαγή αρχ. Ι. μέσ. 1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα 2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» τιμωρούμαι με θάνατο 3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου II. φρ. «τὴν εἰωθυῑαν… … Dictionary of Greek
παρεναλλάσσω — Α 1. εναλλάσσω 2. παθ. παρεναλλάσσομαι α) εναλλάσσομαι β) ανταλλάσσομαι … Dictionary of Greek